ὑπερηχῶν

ὑπερηχῶν
ὑπερηχέω
outroar
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • υπερηχογραφία — (Ιατρ.). Διαγνωστική μέθοδος που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα υψηλής συχνότητας. Στη μαιευτική, οι εφαρμογές της ηχογραφίας είναι αρκετά πρόσφατες και επιτρέπουν στο γυναικολόγο να ελέγξει την εξέλιξη της κύησης από την αρχή της μέχρι τον τοκετό,… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητοσυστολή — Μεταβολές των διαστάσεων και της μορφής ενός σώματος όταν αυτό μαγνητίζεται. Οι μεταβολές αυτές, τις οποίες ανακάλυψε το 1842 ο Τζάουλ, είναι αισθητές, αν και πολύ μικρές, ιδιαίτερα στα σιδηρομαγνητικά υλικά. Πιο πρόσφατα ο Καπίτσα, με τη χρήση… …   Dictionary of Greek

  • πιεζοξείδιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) πιεζοηλεκτρικό υλικό που έχει ως βάση μια κρυσταλλική ζιρκονική και τιτανική ένωση τού μολύβδου και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή τής μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια και αντιστρόφως, κυρίως σε εφαρμογές υπερήχων… …   Dictionary of Greek

  • υπερηχοθεραπεία — η, Ν ιατρ. η χρησιμοποίηση τών υπερήχων για θεραπευτικούς σκοπούς σε διάφορες περιπτώσεις, όπως λ.χ. νευραλγίες, μυαλγίες, διαταραχές τής κυκλοφορίας, και κυρίως σε παθήσεις τών οστών και τών αρθρώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + θεραπεία] …   Dictionary of Greek

  • βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… …   Dictionary of Greek

  • εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… …   Dictionary of Greek

  • ηχογωνιόμετρο — Συσκευή υπερήχων που χρησιμεύει συνήθως για να φανερώσει την παρουσία υποβρύχιων εμποδίων ή βυθισμένων αντικειμένων και να προσδιορίσει τη διεύθυνση και την απόστασή τους. Το η. εκμεταλλεύεται τα φαινόμενα του πιεζοηλεκτρισμού ή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”